ωνώμενος

ωνώμενος
-ένη, -ον, Α
(κρητ. τ.) βλ. ὠνοῡμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ᾠνωμένος — οἰνόομαι intoxicate perf part mp masc nom sg οἰνόω intoxicate perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”